Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

«Σε σένα γέροντα, σε σένα»

                      
  Έξι παρά δέκα. Το ξυπνητήρι δεν είχε χτυπήσει ακόμα μα, τα μάτια του άνοιξαν αβίαστα γύρω στις 5 και μισή. Αιτία, το αναθεματισμένο όνειρο που τον ταλαιπωρεί εδώ και χρόνια. Κανείς δεν ξέρει τί βλέπει. Όλοι ξέρουν όμως το πόσο μπορεί αυτό να τον αλλάξει. Σηκώθηκε και ακολούθησε τις συνηθισμένες κινήσεις του. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Μακριές κάλτσες, παντελόνι με τσάκιση, πουκάμισο, σακάκι, τραγιάσκα, μπαστούνι και την πολυαγαπημένη του μασέλα. Της είχε μεγάλη αδυναμία. Ήταν εκείνη που φρόντιζε πάντα να τον συνετίζει. Άκουγε τη φωνή της μέσα στο μυαλό του να του λέει "Να μην τρως και παχύνεις και δε σου χωράω! Ούτε όμως να κάτσεις και νηστικός και να γλιστράω να πέφτω! Να μη με παιδεύεις με το τρίξιμο γιατί θα χαλάσω και μετά τί θα κάνεις χωρίς εμένα;".
  Είχε πάει εφτά. Παλιά μέχρι να τα κάνει όλα αυτά ήθελε 5-10 λεπτά και τώρα μια ώρα ολόκληρη. Δεν τον πείραζε όμως γιατί ήξερε πως κανένας δεν τον κυνηγούσε, τουλάχιστον τόσο απροκάλυπτα. Κατέβηκε στο δρόμο. Η μυρωδιά από το φρέσκο ζεστό ψωμί του φούρνου είχε κατακλύσει τη γειτονιά. "Ακρίβυνε και τούτο το ριμάδι!", σκέφτηκε "Μονάχα να το μυρίσουμε μπορούμε! Ααχ καλά το 'λεγε η μάνα μου: Φάτε μάτια ψάρια!" "Πως να ξεχάσεις τα κατοχιανά; Μπορείς; Δε μπορείς. Αφού ολοένα μας τα θυμίζουν.".
  Έσκυψε το κεφάλι και προσπέρασε το φούρνο βιαστικός να ξεφύγει από την ακαταμάχητη μυρωδιά του. Λαχανιασμένος ακούμπησε το χέρι στο παγκάκι της εκκλησίας και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, έκατσε να χαζέψει τους περαστικούς. Ήταν πολύς ο κόσμος που περνούσε. Και πολλοί νέοι! "Και να μπορούσα να κλέψω ένα δευτερόλεπτο από κάθε παλικαράκι και από κάθε κοπελίτσα που περνά να γευτώ κι εγώ της νιότης το κρασί.", σκεφτόταν. Μα πάλι η λογική σαν το σαράκι τρύπωνε και ξεφούσκωνε το όνειρο του ζαρωμένου γεράκου και τον προσγείωνε απότομα στα  92 του χρόνια. Μόνο, σε ένα παγκάκι δίπλα στην Εκκλησία του Αη Γιάννη του Προδρόμου.
  Πολλές φορές έβρισκε συντροφιά και κουράγιο στην αγκαλιά του αγίου αν και ποτέ του δεν έμπαινε μέσα στην εκκλησία. Πίστευε και φρόντιζε να λέει όπου του δινόταν η ευκαιρία, πως ο Θεός είναι σαν τα πουλιά. Όπως εκείνα όλη τη μέρα πετούν πάνω από τους ανθρώπους και γυρνούν στη φωλιά τους μόνο για να κοιμηθούν, έτσι κι ο Κύριος βρίσκεται πάντα πάνω απ' τους ανθρώπους και τους προστατεύει. Μέσα ή έξω από την εκκλησία. Γιαυτό, με εξαίρεση κάποιες στιγμές αδυναμίας, καθόταν πάντα στο σκούρο πράσινο παγκάκι και παρατηρούσε τους περαστικούς.  
  Οι περαστικοί συνέχιζαν να περνάνε και να περνάνε. Ο γέρος κουρασμένος και πεινασμένος πήρε ένα κουλούρι στο δρόμο και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα, μπήκε μέσα και αφού κάθισε στη ξύλινη πολυθρόνα, με λαίμαργες σχεδόν παιδικές κινήσεις το έφαγε. 
  Η ώρα είχε πάει 12. Το μεσημέρι το βρήκε ακουμπισμένο με απογοήτευση στο μπράτσο της καρέκλας να κοιτάζει τα νέα στην τηλεόραση. "Δυστυχία! Όπου και να κοιτάξει κανείς δυστυχία! Τι πράμα και τούτο; Να μη βρεθεί ένας άνθρωπος τόσα χρόνια, να κάνει ένα καλό για τούτον τον τόπο; Μα θα μου πεις, για τους πρόσφυγες που έρχονται στοιβαγμένοι μες στις βάρκες, βρέθηκε κανένας να κάνει κανένα καλό;" Είπε κι ο νους του ταξίδεψε πίσω στα παιδικά του χρόνια που άκουγε ιστορίες απ' τη Σμύρνη. Η γιαγιά του ήταν από κει. Κυρά κι αρχόντισσα, θυμάται. Με τις πίτες της, τα γλυκά της, το αστραφτερό το σπίτι της, το δάκρυ που ήταν μονίμως κολλημένο στην κόγχη του ματιού της, σαν το ρετσίνι στον κορμό των δέντρων. Το δάκρυ για τη γλυκιά της Σμύρνη που τόσο άδοξα έγινε από πατρίδα αρχόντων, πατρίδα ντροπιασμένων άστεγων ανθρώπων. Να λοιπόν τι του θύμιζαν οι πρόσφυγες! Τις ιστορίες της γιαγιάς από τη Σμύρνη, τα σαπιοκάραβα που   πήδαγαν για να σωθούν.
  Ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό του. Ο πόνος των ανθρώπων του '22 και του '15 σαν να γέμισε με πόνο τις βαθιές λακκούβες στα μάγουλά του. Πόνο γιατί σαν πολίτης αυτού του κόσμου ένιωσε κι εκείνος ένοχος για τα δεινά που συμβαίνουν στους ανθρώπους, τουλάχιστον στους δεύτερους. Ένιωσε στιγμιαία την αγωνία του πρόσφυγα μέσα από τα μάτια των Σύριων και τις διηγήσεις της γιαγιάς. 
  Με αντανακλαστικές κινήσεις, έκλεισε την τηλεόραση και πήγε στο κρεβάτι του τρεμάμενος από τη συγκίνηση. Έκατσε στο στρώμα και κοιτώντας τον εαυτό του στον καθρέπτη είπε με τη λύπη ζωγραφισμένη σε κάθε ρυτίδα του. "Τι με κοιτάς γέροντα; Είδες πως κατάντησα; Μεγάλωσα, γέρασα, δε με σηκώνει εμένα πια αυτός ο κόσμος. Βάρυνα και των παιδιών οι πλάτες είναι τρυφερές και δεν μπορούνε να με κουβαλάνε σα σακί αδειανό! Τ' ακούς γέρο; Σε σένα μιλάω! Σε σένα, που κλαις για τους πρόσφυγες και θυμάσαι τη μακαρίτισσα τη γιαγιά σου. Σε σένα, που χαζεύεις τους περαστικούς και προσπαθείς να κλέψεις λίγο από τη νιότη τους. Σε σένα, που ντρέπεσαι για τα δεινά του κόσμου. Σε σένα, γέρο! Ναι, σε σένα. Γιατί δε δίδαξες στα παιδιά σου να αγαπούν τον κόσμο και τους ανθρώπους και τώρα είσαι μόνος σαν το κούτσουρο. Σε σένα γέροντα, σε σένα" 
  Είπε και τινάχτηκε ιδρωμένος από το κρεβάτι του. Η ώρα ήταν έξι παρά δέκα και ο αναθεματισμένος εφιάλτης στοίχειωνε για μια ακόμη φορά τα όνειρά του
 


Παναγιώτα Καραγιαννίδη