Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

«..σειρήνων άνθος»

              

Κι ήσουν φθοράς εχθρός, αμάραντος, λευκό μου φύλλο
Ως της ροπής σου το άστρο η πάλη σου για μιαν ελπίδα άλλη 
Κύλησες στάλα οίνος τη μέθη σου παλεύοντας με ζήλο
Άλλαξες χίλια πρόσωπα, μα τελικά, στης ιστορίας κούρνιασες τη σκονισμένη αγκάλη 

Μ’ αλάτι νότισες απ’ της ψυχής σου το γαλάζιο κύμα
Απ’ τα’ άσπρα γένια των γερόντων μιας σοφίας ψίχα ποθείς νά βρεις 
Λέρωσες μ’ άστρο μιας αυγής κατάλευκο το μεταξένιο ντύμα
Και σαν τον άνεμο σκορπάς το φως σε τόπους που δε ζει κανείς αντάρτης

Γύρη του ανθού σου μου ‘σταξε στις άκρες των δακτύλων 
Σιωπή στο μισοσκόταδο μιαν άνοιξη που ανθίζει
Δάκρυα σου σκούπισε ο καιρός απ’ τις αιχμές των φύλλων 
Μιας φύσης που άλλοτε σιωπά κι άλλοτε τραγουδίζει 

Ωσάν σειρήνας κάλεσμα του θρήνου σου το άσμα 
Κι αν είσαι ανθός, ψυχής σου πρέπει μιαν αγκάλη 
«Αλίμονο! Ποιος Οδυσσεύς δε λύγισε θωρώντας τέτοιο πλάσμα;!!!» 
Μονολογείς κι αφήνεσαι στου ονειρατού τη ζάλη 

ΠΚ

Big Black Glasses

Που ήσουν μια ζωή;
Κρυβόμουν πίσω απ' τα μυωπικά γυαλιά μου.

Είπα.


Κι έγραφα κάτι σαν κι αυτό.

«Χίλια ασμάτια..όχι»

Τα δυο σου πέλματα στην ξέρα γονατίζουν
Μια μόνη ανάμνηση της φύσης σου με ντύνει
Τα μάτια σου άστρα μπρος στο φως σαν λαμπυρίζουν
Ψυχής το σάλεμα να νιώσεις δεν σε αφήνει

Μέσα στου ονείρατος τους κόλπους άσπρος κρίνος
Ψυχή παιδίσκη ο πόνος της βουβής λαγνείας
Το ανάθεμά μου φόβος κι επιτάφιος θρήνος
Σκίρτημα μπρος στο χαλεπόν τούτης της μοίρας

Σα δισκοπότηρο τα δυο ξερά σου χείλη
Κι εγώ το αμάρτημα της τύχης θεία γέννα
Πέπλο σκεπάζει το χλωμό γαλάζιο δείλι
Και το άσπρο κύμα του δειλού το άθλιο ψέμα

Πάνω στους βράχους να χτυπά της μοίρας κύμα
Και γύρω πέλαγα το εγώ σου μπρος μου πνίγουν
Για όσους χαράζουν μοναχοί τους τέτοιο κρίμα
Σε κόσμους που άνομοι θεοί ανθρώπους κρίνουν

Παραπετάσματα γυμνά τα δόλια μάτια 
Κι ο πόνος δάκρυ στη στεγνή βαθειά σου κόγχη
Σιωπής δυο σώματα ηχούν τα χίλια ασμάτια
Για ένα ανείπωτο, πικρό, στερνό σου όχι 


ΠΚ