Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

μνήμη.

οι άνεμοι της προσμονής σε σήκωσαν
σε πάνε
κι ώσπου να δεις το δείλι σου ξημέρωσε
ούτε που πρόλαβες να πεις πως ήρθες

από τ’ αμίλητο νερό να σε ποτίσω
δεν προσπάθησα
μονάχα γύρεψα
μες στη βαθιά τη γη να σέ βρω
σα διψασμένη ρίζα

κάθε που σ’ έβρισκα
ανάθεμα και ηδονή συνάμα,
σαν του αλατιού τη σκόνη επάνω στην πληγή μου
έκαψε η σάρκα και καθάρισα απ’ τις βρομιές
μα ο πόνος.  ο πόνος
δεν ξανάδα τέτοιο πράμα

ξέρω πως σου ορκίστηκα να πω
μα, δε θα ανοίξω
της ενοχής τα βάρη φύσηξα και μ’ ανταμώσανε πουλιά
του ανέμου νόθο τέκνο συ
πως να σε αγγίξω;
τώρα που μ’ αναστήσαν απ’ της μέθης τη σπηλιά
Αποτέλεσμα εικόνας για memory

με μουδιασμένο πόδι
προς το φως η δρασκελιά μου φθίνει
τι να κρατήσω άραγε απ’ τη μορφή σου, πριν χαθώ;
κατακαλόκαιρο θαρρώ πως ήτανε
κι εκείνη

μια μνήμη που θα με στοιχειώνει για καιρό..

ΠΚ.

Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

ώσπου ξημέρωσε

φοβόσουν "θα νυχτώσει"
άτσαλα βαδίσματα μακρυά από την εσπέρα
συμβολιστής ο φόβος σου
ταύτιση με το θάνατο και πίσω

πίσω στα δέντρα και στις ρεματιές
πίσω στα βότσαλα
πίσω στα κύματα

ησύχασε. ακόμη δε μας έδυσε
για λίγο μόνο την ψυχή μας
βιαστικά πριν φύγει
έγδυσε
το χρώμα αυτό το ακαθόριστο του ήλιου

φοβάσαι ακόμη "θα νυχτώσει"
συμβολιστής ο φόβος σου
όπου το σκότος κι αμαρτία
κι όχι άδικο

ησύχασε. ακόμη δε μας έδυσε
για λίγο μόνο την ψυχή μας
βιαστικά πριν φύγει
έγδυσε
το χρώμα αυτό
αυτό του ήλιου

φοβάσαι, τρέμεις
"Νύχτωσε"
ώρα πολλή πριν έρθεις
κι έβαψε ρεματιές και δέντρα
κι έβαψε βότσαλα
κι έσπειρε κύματα
μα δεν ηθέλησα να σου το πω

σ' άφησα να ταχθείς στον ήλιο σου
μέσα στα σπλάχνα των δικών μας οριζόντων

μα,

στάσου
στάσου.
στάσου! να.
 "νύχτωσε" ώρα πολλή πριν έρθεις
κι έβαψε ρεματιές
και κοίμησε δάση και πόλεις
ώσπου η πρώτη ακτίνα του σε χάραξε ξανά
ώσπου
να, κοίτα, ξημέρωσε.

ξημέρωσε
και δεν αρκεί λόγος κανένας να φοβάσαι πια






Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

άτιτλο



πάλι νυχτώνει
στα χέρια μου επάνω
κρατώ τις σιωπές
σαν πουλιά
που να πετάξουν θέλουν
μακρυά μας


ματωμένο τσιγάρο
στον κόρφο μου επάνω
σβήνεις του κόσμου τα ψεγάδια
χορεύοντας στα δάχτυλά μου
βράδια και βράδια
αλλιώτικα


με βλέμα καρφωμένο στο γυαλί
της απουσίας το κορμί ν’ ανατινάζεται
να χαμηλώνεις τη φωνή
και να πηγαίνεις προς το φως


Ηχώ μου,
δε σε ακούω πια να μου φωνάζεις
“πρόσεχε μικρή μου!!
τις σκληρές των ανθρώπων γωνίες
και τα μαυρισμένα των ανθρώπων μάτια
που κάποτε του έρωτα καθρέπτες
γίναν”


Νυχτώνει
Πίσω,
στα ίδια βουνά που κάποτε ξημέρωνε
άλλαξε ο κόσμος
κι ο δρόμος
συρρικνώθηκε για να χωρά στη μια παλάμη
οι ποιητές μας
δε μιλούν πια για ταξίδια


Όλα αλλάζουν,
μα οι σιωπές μένουν το ίδιο παγωμένες
σαν τα πουλιά
Μαρμαρωμένα μ’ ανοιχτά φτερά
που να πετάξουν θέλουν μακρυά μας
σα βλέπουν τους καπνούς
απ’ τα τσιγάρα μας
και τη φωτιά
που στης βροχής το κάλεσμα
δε θέλει ν’ απαντήσει


Μόνο θανάτους θέλει
να σκορπίσει
Καρκίνος μ’ όνομα φριχτό
που κάποιοι
δεν τολμούν να ξεστομίσουν
Ηχώ μου,
πες μου για ακόμη μια φορά
τι να προσέξω
Βιάσου
πριν να νυχτώσει πάλι
δεν το μπορώ το σκοτάδι τους
με πνίγει
και μένω εκεί


με βλέμα καρφωμένο στο γυαλί
και της ουσίας το κορμί
ανατινάζεται
σα χαμηλώνεις τη φωνή


Έλα και δείξε μου το φως

“ψευδαίσθηση”


σε βλέπω που είσαι
ανατροπή
λίγα στενά πιο πέρα
μέτρησα τα ψιλά μου και πήρα τους δρόμους
μέτρησα τα νιώθω μου και μου βγήκαν πιο λίγα

μέτρησα τις κίτρινες λάμπες
σ’αυτές τουλάχιστον, κάτι χρωστούσα

Χρωστούσα που δεν έπεσα
χρωστούσα που το τακούνι μου δε σκάλωσε στο πλακόστρωτο


Πήγα πιο κάτω

πιο κάτω που δεν είχε λάμπες
που δεν είχε φως
και σα να χάθηκα
το άγνωστο ρουφούσε το κάθε μου βήμα
Αδρεναλίνη, λένε
ψευδαίσθηση ελευθερίας

ώσπου το πόδι λυγίζει και σπάει
και κανείς δε ψάχνει στο σκοτάδι πληγωμένους
όλοι μάθαν να φεύγουν

τα χέρια αδειάζουν από προσκλήσεις και μηνύματα

Με τα σπασμένα πόδια ψάχνω το νήμα του φωτός
για να πιαστώ
κι αν δεν κρατώ υπόσχεση
πως πίστεψα
μου φτανε μια φορά
να το γυρέψω

Και να μαι
κι αν το στενό μου ρούχο που 'γινε πετσί
κάποτε το 'θελα

δεν το γυρεύω πια
γιατί ήμουν πάντα
το κορίτσι με το αέρινο φουστάνι
που ξέρει πια πως

όση γοητεία κι αν κουβαλά επάνω του το σκότος
γλυκιά τη θέρμη του φωτός
δε δύναται να σβήσει


Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

το δέκα

Ήταν ανάμνηση θαρρώ 
του ‘10
τα πρώτα κλάματα  και οι σειρήνες 
ξεκίνησαν δίχως να τα προσμένω 
να σαρακώνουν λίγο λίγο
τη γενιά μου 

ήταν ανάμνηση θαρρώ 
κι ήμουν παιδί
μετά τα 10
η λαοθάλασσα φαινότανε παιχνίδι ομαδικό
και στίχοι τα συνθήματα 
στο ανάκτορο μπροστά 

Ήταν ανάμνηση θαρρώ
κι αν είχα όνειρα εκατό 
μου έμειναν μονάχα 10 
τα πρώτα κλάματα και οι σειρήνες
με στοίχειωσαν χωρίς να τα προσμένω
και κατατρώνε με μανία την καρδιά μου

ήταν ανάμνηση θαρρώ 
σύννεφο γκρίζο σκυθρωπό 
δε χάνεται 
κι ας μέτρησα πολλές φορές μέχρι το 10 


κι αν σαν παιδί σας δε μπορώ
να δω το μέλλον καθαρό 
θα φύγω 
κι από πίσω μου δειλά δειλά 
θα ακολουθήσει η γενιά μου

με αυτό το δάκρυ το στερνό
το αντίο μου τώρα θα σας πω
να,   φεύγω
με την οργή στα μάτια 
πίσω απ’ τα μαύρα μυωπικά γυαλιά μου

ΠΚ

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

για μας ο στίχος του χρόνου που περνά..

Το πρόσωπό σου σκλήρυνε 
Ρυτίδιασες 
Δεν είσαι το παιδί που ήσουν παλιά 
πάνω σου ένας αλχημιστής εχάραξε 
μια ολόκληρη μεσόγειο και φίλτρα μαγικά
να βάζεις στις πληγές σου 

Σου φύσηξε στις φυλλωσιές δροσιά,
στα ξέμπλεκα μαλλιά σου 
και στη νεκρή σου φήμη ανάσταση
για τους καιρούς που θα 'ρθουν 
Τα μάτια σου βάθυναν 
γεμίσανε οι κόγχες σου με βάσανα και λύπες 

ζάρι τυχαίο το μονόγραμμά σου μες στην πόλη
και μια αλφαβήτα από σοκάκια στοιχισμένα 
μαθήτευες χρόνια πολλά στη σκόνη
τα μάτια σου ιστορίες για παιδιά δυστυχισμένα 
που χόρευαν τα βαλς της πείνας τους, φυσώντας μια ανεμώνη 

Επέστρεφες από το νότο την καλοκαιριά 
και μου φερνες χρυσό λουλούδι στο πανέρι 
Που τα 'βρισκες τα χείλη να γευτείς απ’ το κορμί μου τη σταλιά 
Όταν πετούσε από πάνω μας λευκό το περιστέρι 
ενώ εσύ, το χελιδόνι, έφευγες κάθε που χειμώνιαζε μακρυά 

Παιδί εισ’ ακόμα μα η ρυτιδιασμένη σου η μορφή με ξεγελά
κάθε που βγαίνει το ανάθεμα απ’ το μικρό σου στόμα
Τέσσερα μάτια βουρκωμένα αντικριστά 
για όσα κουβάλησες απ’ τη ζωή σου στο μικρό μας δώμα
κι όσες ανατολές μας βρήκαν να μετράμε θάλασσες κι ηπείρους στα κλεφτά 

ΠΚ

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

«..σειρήνων άνθος»

              

Κι ήσουν φθοράς εχθρός, αμάραντος, λευκό μου φύλλο
Ως της ροπής σου το άστρο η πάλη σου για μιαν ελπίδα άλλη 
Κύλησες στάλα οίνος τη μέθη σου παλεύοντας με ζήλο
Άλλαξες χίλια πρόσωπα, μα τελικά, στης ιστορίας κούρνιασες τη σκονισμένη αγκάλη 

Μ’ αλάτι νότισες απ’ της ψυχής σου το γαλάζιο κύμα
Απ’ τα’ άσπρα γένια των γερόντων μιας σοφίας ψίχα ποθείς νά βρεις 
Λέρωσες μ’ άστρο μιας αυγής κατάλευκο το μεταξένιο ντύμα
Και σαν τον άνεμο σκορπάς το φως σε τόπους που δε ζει κανείς αντάρτης

Γύρη του ανθού σου μου ‘σταξε στις άκρες των δακτύλων 
Σιωπή στο μισοσκόταδο μιαν άνοιξη που ανθίζει
Δάκρυα σου σκούπισε ο καιρός απ’ τις αιχμές των φύλλων 
Μιας φύσης που άλλοτε σιωπά κι άλλοτε τραγουδίζει 

Ωσάν σειρήνας κάλεσμα του θρήνου σου το άσμα 
Κι αν είσαι ανθός, ψυχής σου πρέπει μιαν αγκάλη 
«Αλίμονο! Ποιος Οδυσσεύς δε λύγισε θωρώντας τέτοιο πλάσμα;!!!» 
Μονολογείς κι αφήνεσαι στου ονειρατού τη ζάλη 

ΠΚ