Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

άτιτλο



πάλι νυχτώνει
στα χέρια μου επάνω
κρατώ τις σιωπές
σαν πουλιά
που να πετάξουν θέλουν
μακρυά μας


ματωμένο τσιγάρο
στον κόρφο μου επάνω
σβήνεις του κόσμου τα ψεγάδια
χορεύοντας στα δάχτυλά μου
βράδια και βράδια
αλλιώτικα


με βλέμα καρφωμένο στο γυαλί
της απουσίας το κορμί ν’ ανατινάζεται
να χαμηλώνεις τη φωνή
και να πηγαίνεις προς το φως


Ηχώ μου,
δε σε ακούω πια να μου φωνάζεις
“πρόσεχε μικρή μου!!
τις σκληρές των ανθρώπων γωνίες
και τα μαυρισμένα των ανθρώπων μάτια
που κάποτε του έρωτα καθρέπτες
γίναν”


Νυχτώνει
Πίσω,
στα ίδια βουνά που κάποτε ξημέρωνε
άλλαξε ο κόσμος
κι ο δρόμος
συρρικνώθηκε για να χωρά στη μια παλάμη
οι ποιητές μας
δε μιλούν πια για ταξίδια


Όλα αλλάζουν,
μα οι σιωπές μένουν το ίδιο παγωμένες
σαν τα πουλιά
Μαρμαρωμένα μ’ ανοιχτά φτερά
που να πετάξουν θέλουν μακρυά μας
σα βλέπουν τους καπνούς
απ’ τα τσιγάρα μας
και τη φωτιά
που στης βροχής το κάλεσμα
δε θέλει ν’ απαντήσει


Μόνο θανάτους θέλει
να σκορπίσει
Καρκίνος μ’ όνομα φριχτό
που κάποιοι
δεν τολμούν να ξεστομίσουν
Ηχώ μου,
πες μου για ακόμη μια φορά
τι να προσέξω
Βιάσου
πριν να νυχτώσει πάλι
δεν το μπορώ το σκοτάδι τους
με πνίγει
και μένω εκεί


με βλέμα καρφωμένο στο γυαλί
και της ουσίας το κορμί
ανατινάζεται
σα χαμηλώνεις τη φωνή


Έλα και δείξε μου το φως

“ψευδαίσθηση”


σε βλέπω που είσαι
ανατροπή
λίγα στενά πιο πέρα
μέτρησα τα ψιλά μου και πήρα τους δρόμους
μέτρησα τα νιώθω μου και μου βγήκαν πιο λίγα

μέτρησα τις κίτρινες λάμπες
σ’αυτές τουλάχιστον, κάτι χρωστούσα

Χρωστούσα που δεν έπεσα
χρωστούσα που το τακούνι μου δε σκάλωσε στο πλακόστρωτο


Πήγα πιο κάτω

πιο κάτω που δεν είχε λάμπες
που δεν είχε φως
και σα να χάθηκα
το άγνωστο ρουφούσε το κάθε μου βήμα
Αδρεναλίνη, λένε
ψευδαίσθηση ελευθερίας

ώσπου το πόδι λυγίζει και σπάει
και κανείς δε ψάχνει στο σκοτάδι πληγωμένους
όλοι μάθαν να φεύγουν

τα χέρια αδειάζουν από προσκλήσεις και μηνύματα

Με τα σπασμένα πόδια ψάχνω το νήμα του φωτός
για να πιαστώ
κι αν δεν κρατώ υπόσχεση
πως πίστεψα
μου φτανε μια φορά
να το γυρέψω

Και να μαι
κι αν το στενό μου ρούχο που 'γινε πετσί
κάποτε το 'θελα

δεν το γυρεύω πια
γιατί ήμουν πάντα
το κορίτσι με το αέρινο φουστάνι
που ξέρει πια πως

όση γοητεία κι αν κουβαλά επάνω του το σκότος
γλυκιά τη θέρμη του φωτός
δε δύναται να σβήσει