Βαριά έπεσε πάλι η νύχτα μες στο φτωχοκάλυβο. Οι ψυχές κρύφτηκαν κάτω απ’ τα κουρελόπανα, φερόμενα ως κλινοσκεπάσματα και τα μάτια χάραζαν με το βλέμμα τους χιλιόμετρα στο ετοιμόρροπο ταβάνι. Ήτανε μια από κείνες τις στιγμές που οι καρδιές χτυπάνε πιο αδύναμα κι από τον ψίθυρο των φύλλων το ξημέρωμα. Χτυπάνε αδύναμα, μα τα όσα θέλουν να σου πουν είναι πιο δυνατά κι από τα λόγια. Κι απ’ τις πράξεις ακόμα. «Φύγε» «Φύγε μακριά!», σου λένε. Κι εσύ πας και πας και πας. Μα σαν τα μάτια σου σηκώσεις, δεν έχεις βγει μήτε από τούτο το υγρό δωμάτιο. Και ερωτήσεις σε στοιχειώνουν. Ποιοι είμαστε, που πάμε; Γιατί; Γιατί αυτή η αβεβαιότητα στον κόσμο; Ξέραμε, ήμασταν φτωχοί, μα η φτώχεια μας δεν άπλωσε ποτέ το χέρι της να μας στερήσει την αξιοπρέπειά μας. Ποτέ. Τι έγινε ξαφνικά; Αλλάξανε πολλά από τις εποχές μας. Ο κόσμος ήτανε αλλιώς. Τουλάχιστον έτσι το βλέπαμε εμείς.
Η νύχτα μας ορίζει τα καλά και τα άσχημα. Για κάθε μέρα που περνά, μας κάνει αναλογισμό τι είχαμε και τι χάσαμε. Για κάθε μέρα. Αυτή η νύχτα. Μας βάζει να θυμόμαστε όσα ξεχνούμε με τη ρουτίνα και την ανάσα. Ρουτίνα και ανάσα. Αυτό είμαστε! Και καθεμιά εισπνοή κοστίζει, αφού τα όλα μας τα έχουν ορίσει με τιμές. Άλλαξε ο κόσμος. Εμείς τιμή ξέραμε μια. Τώρα αυτή η μια χάθηκε και τη θέση της πήρανε πολλές τιμές κι ακρίβειες κι εκπτώσεις. Μα η δική μας η τιμή δεν έπαιρνε έκπτωση, ήταν αυτή και τίποτε άλλο.
Τώρα αγγίξαμε τον πάτο κι όσο φροντίζουμε να το παραμερίζουμε τη μέρα, τόσο πιο λυσσαλέο έρχεται για να μας σαρακώσει τη νύχτα. Ο πάτος, αυτός ο συμπαγής πυθμένας που μας κρατά για πάντα κολλημένους στα λιμνάζοντα νερά μας δείχνει το πιο σκληρό του πρόσωπο σαν πέσει το σκοτάδι.
Μα δεν το αντέχω τούτο το σκοτάδι! Τη συγχωρώ τη μέρα που και που να ξεκουράζεται, αλλά με πνίγει να πληρώνω την υποκρισία της μόλις εκείνη σβήσει. Υποκρισία ναι. Γιατί πίσω απ’ το γέλιο και την ξεγνοιασιά της κρύβεται ο πόνος και η θλίψη. Κι η νύχτα πάντοτε φροντίζει να μας τα θυμίζει και του φωτός τη λάμψη να σκουπίσει από την επιφάνεια. Γιατί το βάθος είναι που μετράει.
Βαριά έπεσε πάλι η νύχτα μες στο φτωχοκάλυβο. Τα αστέρια μας καληνυχτίζουν μα, οι ψυχές δε λένε να δαμάσουν της νυκτός τ’ ανείπωτα. Κι ας το παραδεχτούμε τέλος πάντων, η νύχτα δε δαμάζεται.
Παναγιώτα Καραγιαννίδη