οι άνεμοι της προσμονής σε σήκωσαν
σε πάνε
κι ώσπου να δεις το δείλι σου ξημέρωσε
ούτε που πρόλαβες να πεις πως ήρθες
από τ’ αμίλητο νερό να σε ποτίσω
δεν προσπάθησα
μονάχα γύρεψα
μες στη βαθιά τη γη να σέ βρω
σα διψασμένη ρίζα
κάθε που σ’ έβρισκα
ανάθεμα και ηδονή συνάμα,
σαν του αλατιού τη σκόνη επάνω στην πληγή μου
έκαψε η σάρκα και καθάρισα απ’ τις βρομιές
μα ο πόνος. ο πόνος
δεν ξανάδα τέτοιο πράμα
ξέρω πως σου ορκίστηκα να πω
μα, δε θα ανοίξω
της ενοχής τα βάρη φύσηξα και μ’ ανταμώσανε πουλιά
του ανέμου νόθο τέκνο συ
πως να σε αγγίξω;
τώρα που μ’ αναστήσαν απ’ της μέθης τη σπηλιά
με μουδιασμένο πόδι
προς το φως η δρασκελιά μου φθίνει
τι να κρατήσω άραγε απ’ τη μορφή σου, πριν χαθώ;
κατακαλόκαιρο θαρρώ πως ήτανε
κι εκείνη
μια μνήμη που θα με στοιχειώνει για καιρό..
ΠΚ.