Κι ήσουν φθοράς εχθρός, αμάραντος, λευκό μου φύλλο
Ως της ροπής σου το άστρο η πάλη σου για μιαν ελπίδα άλλη
Κύλησες στάλα οίνος τη μέθη σου παλεύοντας με ζήλο
Άλλαξες χίλια πρόσωπα, μα τελικά, στης ιστορίας κούρνιασες τη σκονισμένη αγκάλη
Μ’ αλάτι νότισες απ’ της ψυχής σου το γαλάζιο κύμα
Απ’ τα’ άσπρα γένια των γερόντων μιας σοφίας ψίχα ποθείς νά βρεις
Λέρωσες μ’ άστρο μιας αυγής κατάλευκο το μεταξένιο ντύμα
Και σαν τον άνεμο σκορπάς το φως σε τόπους που δε ζει κανείς αντάρτης
Γύρη του ανθού σου μου ‘σταξε στις άκρες των δακτύλων
Σιωπή στο μισοσκόταδο μιαν άνοιξη που ανθίζει
Δάκρυα σου σκούπισε ο καιρός απ’ τις αιχμές των φύλλων
Μιας φύσης που άλλοτε σιωπά κι άλλοτε τραγουδίζει
Ωσάν σειρήνας κάλεσμα του θρήνου σου το άσμα
Κι αν είσαι ανθός, ψυχής σου πρέπει μιαν αγκάλη
«Αλίμονο! Ποιος Οδυσσεύς δε λύγισε θωρώντας τέτοιο πλάσμα;!!!»
Μονολογείς κι αφήνεσαι στου ονειρατού τη ζάλη