Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

το δέκα

Ήταν ανάμνηση θαρρώ 
του ‘10
τα πρώτα κλάματα  και οι σειρήνες 
ξεκίνησαν δίχως να τα προσμένω 
να σαρακώνουν λίγο λίγο
τη γενιά μου 

ήταν ανάμνηση θαρρώ 
κι ήμουν παιδί
μετά τα 10
η λαοθάλασσα φαινότανε παιχνίδι ομαδικό
και στίχοι τα συνθήματα 
στο ανάκτορο μπροστά 

Ήταν ανάμνηση θαρρώ
κι αν είχα όνειρα εκατό 
μου έμειναν μονάχα 10 
τα πρώτα κλάματα και οι σειρήνες
με στοίχειωσαν χωρίς να τα προσμένω
και κατατρώνε με μανία την καρδιά μου

ήταν ανάμνηση θαρρώ 
σύννεφο γκρίζο σκυθρωπό 
δε χάνεται 
κι ας μέτρησα πολλές φορές μέχρι το 10 


κι αν σαν παιδί σας δε μπορώ
να δω το μέλλον καθαρό 
θα φύγω 
κι από πίσω μου δειλά δειλά 
θα ακολουθήσει η γενιά μου

με αυτό το δάκρυ το στερνό
το αντίο μου τώρα θα σας πω
να,   φεύγω
με την οργή στα μάτια 
πίσω απ’ τα μαύρα μυωπικά γυαλιά μου

ΠΚ

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

για μας ο στίχος του χρόνου που περνά..

Το πρόσωπό σου σκλήρυνε 
Ρυτίδιασες 
Δεν είσαι το παιδί που ήσουν παλιά 
πάνω σου ένας αλχημιστής εχάραξε 
μια ολόκληρη μεσόγειο και φίλτρα μαγικά
να βάζεις στις πληγές σου 

Σου φύσηξε στις φυλλωσιές δροσιά,
στα ξέμπλεκα μαλλιά σου 
και στη νεκρή σου φήμη ανάσταση
για τους καιρούς που θα 'ρθουν 
Τα μάτια σου βάθυναν 
γεμίσανε οι κόγχες σου με βάσανα και λύπες 

ζάρι τυχαίο το μονόγραμμά σου μες στην πόλη
και μια αλφαβήτα από σοκάκια στοιχισμένα 
μαθήτευες χρόνια πολλά στη σκόνη
τα μάτια σου ιστορίες για παιδιά δυστυχισμένα 
που χόρευαν τα βαλς της πείνας τους, φυσώντας μια ανεμώνη 

Επέστρεφες από το νότο την καλοκαιριά 
και μου φερνες χρυσό λουλούδι στο πανέρι 
Που τα 'βρισκες τα χείλη να γευτείς απ’ το κορμί μου τη σταλιά 
Όταν πετούσε από πάνω μας λευκό το περιστέρι 
ενώ εσύ, το χελιδόνι, έφευγες κάθε που χειμώνιαζε μακρυά 

Παιδί εισ’ ακόμα μα η ρυτιδιασμένη σου η μορφή με ξεγελά
κάθε που βγαίνει το ανάθεμα απ’ το μικρό σου στόμα
Τέσσερα μάτια βουρκωμένα αντικριστά 
για όσα κουβάλησες απ’ τη ζωή σου στο μικρό μας δώμα
κι όσες ανατολές μας βρήκαν να μετράμε θάλασσες κι ηπείρους στα κλεφτά 

ΠΚ